νεωτεριστής

νεωτεριστής
ο
θηλ. -ίστρια αυτός που ακολουθεί τις νέες ιδέες, τα νέα συστήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεωτεριστής — innovator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτεριστής — ο, θηλ. ίστρια (Α νεωτεριστής) [νεωτερίζω] φορέας νέων ιδεών, αυτός που νεωτερίζει, που επιθυμεί ή επιχειρεί μεταβολές, κυρίως στην πολιτική ζωή («τὴν τόλμην καὶ τὴν λαμπρότητα δείσαντες ἀπεπέμψαντο μόνους τῶν συμμάχων ὡς νεωτεριστάς», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

  • νεωτερισταῖς — νεωτεριστής innovator masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτερισταί — νεωτεριστής innovator masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτεριστῇ — νεωτεριστής innovator masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτεριστήν — νεωτεριστής innovator masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωτεριστῶν — νεωτεριστής innovator masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελ Σαλβαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ελ Σαλβαδόρ Έκταση: 21.041 τ. χλμ Πληθυσμός: 6.178.700 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Σαν Σαλβαδόρ (504.000 κάτ. το 2003)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γουατεμάλα και στα Α με την Ονδούρα, ενώ στα… …   Dictionary of Greek

  • νεωτεριστάς — νεωτεριστά̱ς , νεωτεριστής innovator masc acc pl νεωτεριστά̱ς , νεωτεριστής innovator masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινιστής — καινιστής, ὁ (Μ) [καινίζω] νεωτεριστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”